- ατιμασμός
- οτο χάσιμο της τιμής, η ατίμωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀτιμασμός — dishonour masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμασμός — ο (Α ἀτιμασμός) ατίμωση, περιφρόνηση … Dictionary of Greek
ԱՆԱՐԳԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0114 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c գ. ԱՆԱՐԳԱՆՔ որ եւ ԱՆԱՐԳՈՒԹԻՒՆ. ἁτιμία, ἁτιμασμός ignominia Անպատուութիւն. արհամարհութիւն. վատանունութիւն. նշաւակութիւն. ամօթ. ... *Լի եմ անարգանօք: Լի՛ց զերեսս նոցա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ατίμωση — η ντρόπιασμα, ατιμασμός: Αυτοκτόνησε αντί να παραδοθεί, γιατί πίστευε πως η αιχμαλωσία ήταν ατίμωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)